μετακινώ

μετακινώ
1) avancer
2) bouger

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μετακινώ — μετακινώ, μετακίνησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μετακινώ — (ΑM μετακινῶ, έω, Μ και μετακουνώ) 1. τοποθετώ κάποιον ή κάτι από μια θέση σε άλλη, μετατοπίζω, μεταθέτω, μεταφέρω αλλού 2. μέσ. μετακινούμαι, έομαι μεταβαίνω από έναν τόπο σε άλλο μσν. 1. απωθώ, αποκρούω 2. ξεκινώ με κατεύθυνση προς κάποιο μέρος …   Dictionary of Greek

  • μετακινώ — μετακίνησα, μετακινήθηκα, μετακινημένος, αλλάζω κάτι από τη θέση του, μετατοπίζω: Μετακινήθηκε σε άλλη υπηρεσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετακινῶ — μετακινέω shift pres subj act 1st sg (attic epic doric) μετακινέω shift pres ind act 1st sg (attic epic doric) μετακῑνῶ , μετακινέω shift pres subj act 1st sg (attic epic doric) μετακῑνῶ , μετακινέω shift pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποσπώ — (ΑΜ ἀποσπῶ, άω) 1. τραβώ βίαια, αποχωρίζω 2. απομακρύνω κάποιον από κάτι μσν. νεοελλ. 1. τραβώ, ξεριζώνω 2. (για δέντρα) σπάζω 3. ελευθερώνω νεοελλ. (για υπαλλήλους και στρατιωτικούς) μετακινώ κάποιον προσωρινά από την οργανική του θέση σε άλλη… …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • μετοχλίζω — (Α) μετακινώ ή μετατοπίζω κάτι χρησιμοποιώντας μοχλό, σηκώνω από το μέσον βαρύ αντικείμενο με τη βοήθεια μοχλού ή και χωρίς, καταβάλλοντας όμως πολλή δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὀχλίζω «μετακινώ, κινώ με μοχλό»] …   Dictionary of Greek

  • παρεξίστημι — Α 1. μετακινώ, βγάζω κάτι από την θέση του 2. παθ. α) βγαίνω από την θέση μου β) υφίσταμαι μεταβολή, μεταβάλλομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξίστημι «μετακινώ κάτι από τη θέση του, μεταβάλλω»] …   Dictionary of Greek

  • προεκκομίζω — ΜΑ μσν. μέσ. προεκκομίζομαι κινώ, μετακινώ κάτι αρχικά («προεκκομίσασθαι τῇ χειρί», Ιππιατρ.) αρχ. μεταφέρω κάτι προηγουμένως («τὸ δὲ ἄγαλμα... προεκκομίζουσι τῇ προτεραίῃ ἐς ἄλλο οἴκημα ἱρόν» Ηρόδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκκομίζω «μεταφέρω,… …   Dictionary of Greek

  • σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… …   Dictionary of Greek

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”